- μενοεικής
- μενοεικής, -ές (Α)1. (συν. για τροφή) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, ευάρεστος («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», Ομ. Οδ.)2. άφθονος, αρκετός («μενοεικέα ὕλην» — άφθονα ξύλα, Ομ. Ιλ.)3. φρ. «τάφος μενοεικής» — πλουσιοπάροχο συμπόσιο προς τιμήν ενταφιασθέντος νεκρού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μένος «ορμή, επιθυμία» + -εικής στο οποίο απαντά το θ. τού ἔοικα* (βλ. και εικόνα) πρβλ. επι-εικής].
Dictionary of Greek. 2013.